- εκβολιμον
- ἐκβόλιμονἐκ-βόλιμοντό недоносок, выкидыш Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐκβόλιμον — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem acc sg ἐκβόλιμος thrown out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβόλιμος — ἐκβόλιμος, ον (Α) 1. αυτός που αποβλήθηκε 2. μάταιος, επιπόλαιος 3. απόβλητος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε … Dictionary of Greek